- ἐπαυχῶν
- ἐπαυχέωexult inpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐπαυχέωexult inpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαχανωνυμία — λαχανωνυμία, ἡ (Μ) ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + ωνυμία (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ωνυμία, φερ ωνυμία] … Dictionary of Greek